πεντηκονταετία

πεντηκονταετία
πεντηκονταετίᾱ , πεντηκονταετία
the age of fifty
fem nom/voc/acc dual
πεντηκονταετίᾱ , πεντηκονταετία
the age of fifty
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεντηκονταετίᾳ — πεντηκονταετίᾱͅ , πεντηκονταετία the age of fifty fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντηκονταετία — η, ΝΑ [πεντηκονταετής] χρονική περίοδος πενήντα συνεχών ετών, η πεντηκονταετηρίδα αρχ. η ηλικία ή το διάστημα πενήντα ετών …   Dictionary of Greek

  • πεντηκονταετία — η περίοδος πενήντα ετών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεντηκονταετίας — πεντηκονταετίᾱς , πεντηκονταετία the age of fifty fem acc pl πεντηκονταετίᾱς , πεντηκονταετία the age of fifty fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντηκονταετίαν — πεντηκονταετίᾱν , πεντηκονταετία the age of fifty fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • βαπτιστήριο — Η λέξη προέρχεται μάλλον από το baptisterium, τη μεγάλη δηλαδή δεξαμενή του λουτρού των ρωμαϊκών κατοικιών, που χρησιμοποιήθηκε πιθανότατα στις αρχές του χριστιανισμού για την τέλεση του μυστηρίου της βάπτισης. Τα πρώτα οικοδομήματα, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”